Η Σοφία Ντε Μαρμπουά, Δούκισσα της Πλακεντίας ήταν κόρη Γάλλου διπλωμάτη και Αμερικανίδας μητέρας και γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια τον Απρίλιο του 1785. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύεται το Γάλλο Κάρολο Λεμπρέν και αποκτά τη μονάκριβη κόρη της Καρολίνα Ελίζα. Η Δούκισσα χωρίζει από τον Κάρολο και συνεπαρμένη από τον Φιλελληνισμό που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο Παρίσι, έρχεται τον Ιανουάριο του 1830 στο Ναύπλιο. Εκεί μένει 17 μήνες, στη συνέχεια πηγαίνει στην Ιταλία και από εκεί ξεκινάει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή που στάθηκε μοιραίο για την υγεία της κόρης της. Έτσι, τον Ιούνιο του 1837 η κόρη της πεθαίνει στη Βηρυτό, σε ηλικία 18 ετών. Καθώς η επιθυμία της Ελίζας ήταν να ταφεί στην Ελλάδα η Δούκισσα την βαλσαμώνει και την φέρνει μαζί της στην Αθήνα.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας ήταν αγνώριστη (μετά το θάνατο της κόρης της, το 1837). Όσοι την είδαν έμειναν έκπληκτοι μπροστά στην αλλαγή, που αντίκρισαν. Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά της. Τα είχε κόψει και δεν διατηρούσε πια τις μεγάλες κοτσίδες της. Φορούσε κατάλευκα ρούχα. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να πενθήσει το παιδί της. Η μανία που είχε για τα ζώα έγινε τώρα πιο έντονη. Διατηρούσε πάντα πολλούς σκύλους και είχε φέρει μαζί της στην Αθήνα αρκετούς, πιστεύοντας διάφορα περίεργα πράγματα για την ψυχή των ζώων. Το μεγάλο χτύπημα από το θάνατο της Ελίζας την είχε κάνει παράξενη. Πίστευε σε άλλες δοξασίες. Πίστευε ότι η ψυχή των ζώων περικλείει κάποια ανθρώπινη ψυχή. Ζούσε πολύ μόνη. Και δεν ήθελε να έχει πολλές επαφές με άλλους ανθρώπους. Μοναδικός σκοπός της ήταν να βοηθάει τα παιδιά των αγωνιστών και ιδιαίτερα τα κορίτσια, αυτά που είχαν ορφανέψει κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Η μόνη της παρηγοριά ήταν να βρίσκεται κοντά στην άψυχη κόρη της. Τη διατηρούσε στο υπόγειο του μικρού της παλατιού στην Αθήνα (οδός Πειραιώς – το 1847 καταστράφηκε από πυρκαγιά, αποτεφρώνοντας και το ταριχευμένο σώμα της κόρης της). Είχε νύχτα – μέρα αναμμένες μεγάλες άσπρες λαμπάδες και το δωμάτιο, όπου ήταν ξαπλωμένη η Ελίζα, ήταν πάντα γεμάτο με φρέσκα λουλούδια από την Αττική γη. Προσευχόταν κοντά της ώρες ολόκληρες. Της κουβέντιαζε. Της μιλούσε για τα θέματα που την απασχολούσαν. Της έλεγε ότι νόμιζε πως μπορεί κι αυτήν να την ευχαριστήσει.
Οι υπηρέτες σεβόντουσαν τις ιδιοτροπίες της και προπάντων την άφηναν ανενόχλητη σ’ αυτό το καθημερινό προσκύνημα της κόρης της, που διατηρούσε βαλσαμωμένη. Ένα μεγάλο σκυλί που είχε από τον καιρό που ζούσε η Ελίζα, στεκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου που βρισκόταν το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Σα να καταλάβαινε κι αυτό ότι η μικρή του κυρία δεν ζει. Σεβόταν το χώρο που η μάνα διατηρούσε τις πιο τραγικές της αναμνήσεις…
…Η Δούκισσα της Πλακεντίας παρακολουθούσε τo χτίσιμο του ανακτόρου της και πήγαινε συχνά στην Πεντέλη, εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της. Κι έπαιρνε μαζί της πάντα μερικά από τα αγαπημένα της σκυλιά και κυρίως δυο τεράστιους σκύλους μιας ράτσας από τα Πυρηναία. Καλούσε επίσης γνωστούς και φίλους να την ακολουθήσουν στις ημερήσιες αυτές εκδρομές της, όπου η ίδια εύρισκε την ευκαιρία να συζητήσει φιλοσοφικά θέματα, ν’ απαγγείλει ποιήματα και να διαβάσει κείμενα αγαπημένων της συγγραφέων…
…Στο νέο παλάτι της (το Καστέλο της Ροδοδάφνης, στην Πεντέλη) η Δούκισσα της Πλακεντίας καλούσε και πάλι τα βράδια τους φίλους της και τις φίλες της, ανάμεσα στις οποίες ήταν και πολλές Ελληνίδες, σύζυγοι ή κόρες γνωστών αγωνιστών της Επανάστασης. Οι περισσότερο αγαπητές οικογένειες στη Δούκισσα ήταν του Λεβίδη και του μηχανικού Γεωργαντά. Η κόρη μάλιστα του Γεωργαντά είχε πάρει έναν ξένο και λεγόταν κυρία Τεμπό. Επίσης καλούσε πολλούς εταίρους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, οι οποίοι βρίσκονταν από εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα. Τα βράδια στο σπίτι της Δούκισσας περνούσαν με φιλολογικές συζητήσεις. Διάβαζαν στίχους ξένων ποιητών, διάβαζαν κείμενα γνωστών συγγραφέων και πάντα περίμεναν ν’ ακούσουν τη γνώμη της Δούκισσας που έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα…
Όσον αφορά τις παράξενες θρησκευτικές, πνευματικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις και πεποιθήσεις της δούκισσας, αξίζει να τονιστεί ότι, αντίθετα με τις απόψεις της κοινής γνώμης της εποχής, αυτές φαίνεται να είχαν διαμορφωθεί πριν από τον θάνατο της κόρης της και άσχετα με αυτόν. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του συγγραφέα στη φράση: «…εγκαταλείποντας για λίγο το άψυχο κορμί της αγαπημένης της κόρης Ελίζας στο μικρό της παλάτι, όπου το συντηρούσε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του λατρεμένου παιδιού της». Η μετά θάνατο ταρίχευση του σώματος της Ελίζας ήταν λοιπόν επιθυμία της ίδιας της κόρης της δούκισσας. Η ταρίχευση της σωρού ενός νεκρού ήταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε, μια πολύ ασυνήθιστη πρακτική, εντελώς αντίθετη προς τα ήθη και τις κρατούσες πεποιθήσεις. Κι όμως, η κόρη της δούκισσας εξέφρασε την επιθυμία να ταριχευθεί το σώμα της, η δε δούκισσα, όχι απλώς δεν εναντιώθηκε στην επιθυμία αυτή, αλλά την εκτέλεσε και την τήρησε με, κυριολεκτικά θρησκευτική, ευλάβεια. Φαίνεται λοιπόν (και από άλλα στοιχεία) πως μητέρα και κόρη είχαν ασπασθεί και υιοθετήσει τις ασυνήθιστες δοξασίες ,τις οποίες η δούκισσα αργότερα πλέον πρέσβευε και φανερά, πολύ πριν από το θάνατο της Ελίζας.
Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο που προκύπτει και από τα προηγούμενα αποσπάσματα είναι η εμμονή που φαινόταν να έχει η δούκισσα σχετικά με το βουνό της Πεντέλης. Αναφέρεται λοιπόν στα παραπάνω ότι η δούκισσα, ακόμα και πριν από τη μετεγκατάσταση της στο εκεί μέγαρο, επισκεπτόταν το βουνό τακτικά, μόνη ή παρέα με φίλους και γνωστούς. Μετά δε από τη μόνιμη εγκατάσταση της στο μέγαρο της στην Πεντέλη, «βγαίνει κάθε μέρα σε περίπατο ή διοργανώνει εκδρομές στην Πεντέλη, στις οποίες καλεί τους ευνοούμενους της.» (μα καλά, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι;). Η εμμονή της δούκισσας της Πλακεντίας σχετικά με την Πεντέλη διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο η δούκισσα επεδίωξε και πέτυχε τελικά την αγορά της έκτασης επάνω στην οποία κτίστηκε το μέγαρο της. Η έκταση αυτή ανήκε τότε στη Μονή Πεντέλης, οι μοναχοί της οποίας ήταν διστακτικοί ως προς την προοπτική της πώληση της.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε μια μέρα να χτίσει ένα νέο ανάκτορο για να φιλοξενήσει εκεί και την αγαπημένη της κόρη, την Ελίζα. Ζήτησε από τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη να την επισκεφθεί και του είπε τα σχέδιά της. Τον παρεκάλεσε να τη βοηθήσει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Κάποια όνειρα βέβαια που δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Γιατί μέσα στο καινούργιο παλάτι που θα έχτιζε, αντί ν’ ακούγονται οι χαρούμενες φωνές της μονάκριβης κόρης της, θα υπήρχε η αιώνια σιωπή. Η Ελίζα δεν θα μπορούσε να δει αυτά που θα ετοίμαζε η Δούκισσα. Το άψυχο σώμα της θα έμενε εκεί μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα ακίνητο.
Ο Κλεάνθης της πρότεινε διάφορες περιοχές της Αττικής και της είπε ότι μπορούν να διαλέξουν το μέρος μαζί. Έκαναν πράγματι πολλές εκδρομές σε διάφορα σημεία, όπου ο αρχιτέκτονας θεωρούσε ότι μπορούσε ν’ ανεγερθεί το παλάτι της Δούκισσας. Μια μέρα που έφτασαν στην Πεντέλη η Δούκισσα έμεινε έκπληκτη μπροστά στην ομορφιά του τοπίου. Το ήρεμο δάσος την έκανε να συγκινηθεί. Σκέφτηκε ότι εκεί μπορεί ν’ αναπαυθεί η ψυχούλα της Ελίζας. Ήταν η Πεντέλη ένα ωραίο βουνό καταπράσινο. Κι εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Το σημείο που διάλεξαν με τον Κλεάνθη για να χτίσει το παλάτι της βρισκόταν σε εκτάσεις που ανήκαν στους μοναχούς. Αυτούς έπρεπε να βρούνε για να τις αγοράσουν.
Χωρίς καθυστέρηση, μετά λίγες μέρες, η Δούκισσα επισκέφθηκε μαζί με τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη τη Μονή της Πεντέλης και ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Η συζήτηση περιστράφηκε στην αγορά εκτάσεων, που ήθελε η Δούκισσα. Ο ηγούμενος βέβαια είπε ότι η Μονή έχει ανάγκη από χρήματα, αλλά θα έπρεπε να δοθεί και η έγκριση της Κυβέρνησης για να πουλήσει στη Δούκισσα κάποιο κομμάτι γης…
…Η απάντηση προς τη Δούκισσα αργούσε πολύ. Οι καλόγεροι ήταν δύστροποι και έβαζαν αυστηρούς όρους για να πουληθεί η έκταση στη Δούκισσα. Έτσι, όταν κάποτε η Κυβέρνηση έμαθε ότι η Μονή δυσκολεύει την κατάσταση, ίσως ύστερα και από παραστάσεις της Δούκισσας προς τους αρμόδιους υπουργούς, κλήθηκε ο ηγούμενος και του έγιναν αυστηρές συστάσεις για να προχωρήσει η πώληση των κτημάτων για τα οποία ζητούσαν τότε 30.000 δρχ.
Το παραχωρητήριο της Μονής προς τη Δούκισσα της Πλακεντίας Σοφία ντε Μαρμπουά υπογράφτηκε το Μάρτη του 1840. Της μεταβίβαζαν οι καλόγεροι το απέναντι από τη Μονή ορεινό κομμάτι, γνωστό με τ’ όνομα Κουφός ή Σκαπέτος, έκτασης 1.738 στρεμμάτων, από τα οποία τα 8 μόνο ήταν καλλιεργημένα με 126 ελαιόδεντρα. Μέσα στο χώρο του κτήματος ήταν και η πηγή της Ροδοδάφνης, την οποία υποχρεωνόταν η Δούκισσα να επισκευάσει για να μπορούν να πίνουν νερό οι διαβάτες και τα ζώα.
Το αντίτιμο για την παραχώρηση της έκτασης αυτής ορίστηκε τελικά σε 7.155 δρχ. και η Δούκισσα πρόσθεσε άλλες 357 δρχ., έτσι ώστε στο ταμείο της Μονής κατατέθηκαν 7.512 δρχ. Το ποσόν δεν ήταν και μεγάλο, παρά τις αρχικές αξιώσεις των καλογέρων. Φαίνεται ότι ύστερα από κάποιες κυβερνητικές επεμβάσεις καθορίστηκε το χαμηλό τίμημα, γιατί ήθελαν όλοι να ευχαριστήσουν τη Δούκισσα, που υποσχόταν ότι θα έκανε πολλά έργα, θα άνοιγε δρόμους και θα καλλιεργούσε πολλές εκτάσεις.
Πραγματικά, αμέσως μετά την υπογραφή των σχετικών συμβολαίων, άνθρωποι της Δούκισσας με τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Κλεάνθη άρχισαν να κάνουν έργα στην περιοχή. Πρώτα-πρώτα χάραξαν μια συνοριακή οδό, που θα χρησίμευε και για τη συγκοινωνία. Κατόπιν δημιουργήθηκε η βάση για τον τοίχο που θα τριγύριζε το Καστέλο και τον κήπο και δεν άργησε να γίνει μεταφορά μεγάλων όγκων μαρμάρων από την περιοχή Βριλησσού, επειδή επιθυμία της Δούκισσας ήταν το Καστέλο να είναι κατάλευκο από μάρμαρο. Η οικοδομή δεν άργησε να θεμελιωθεί και ν’ αρχίσει με ταχύτατο ρυθμό το χτίσιμο, που τέλειωσε μέσα σε χρόνο ρεκόρ, δηλαδή μέσα στο 1841. Επίσης εκεί δίπλα χτίστηκε κι ένα μικρό οίκημα, η «Μεζονέτ», με το ωραίο και μυστικοπαθές μοναστηριακό υπερώο…
Η δούκισσα της Πλακεντίας. Μια αινιγματική προσωπικότητα, η οποία, για λόγους τους οποίους τελικά μόνο η ίδια γνώριζε, μετατράπηκε από κοσμοπολίτισσα αριστοκράτισσα σε απομονωμένη και ανεξιχνίαστη ερημίτης της Πεντέλης. Για τη ζωή της δούκισσας στο βουνό θα μπορούσαν να γραφτούν πάρα πολλά, τα οποία όμως ξεφεύγουν από την παρούσα συζήτηση. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο της. Η τελευταία ημέρα της ζωής της υπήρξε η πρωτομαγιά του 1854 (σύμφωνα με το παλαιό, Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυσε στην Ελλάδα ως το 1923). Τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου (14 Μαΐου, σύμφωνα με το σύγχρονο, Γρηγοριανό ημερολόγιο), στις 9 η ώρα το πρωί, η Δούκισσα απεβίωσε σε ηλικία 69 ετών.